«Σκέφτηκα να παρατήσω τη δουλειά μου»
Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη χρονιά που πέρασε, τις αμφιβολίες και τις σκέψεις της αλλά και για όσους την πλήγωσαν έγραψε η Ελεονώρα Μελέτη στο blog που διατηρεί μέσα από το Mustonline.
Η παρουσιάστρια έγραψε:
«Και να μαι πάλι στην Κρήτη. Μετά από αρκετό καιρό. Σε ένα υπέροχο ξενοδοχείο, παρέα με τη φίλη μου Σαμάνθα. Την τελευταία φορά που είχα έρθει στην Κρήτη τα δεδομένα ήταν άλλα. Ήμουν με παρέα 8 κορίτσια, τις κολλητές μου, πολύ πιο χαλαρή, με τελείως διαφορετική καθημερινότητα, άλλες υποχρεώσεις, άλλο επάγγελμα… Σκέφτομαι ότι τα χρόνια περνάνε και μάλιστα γρήγορα, πως οι άνθρωποι αλλάζουν, τα πράγματα εξελίσσονται και συνειδητοποιώ πως αυτό που ζούμε, ό,τι και αν είναι, είναι παροδικό. Τίποτα και κανείς αιώνια και για πάντα. Κάπου με τρομοκρατεί αυτή η σκέψη. Ήταν ένας δύσκολος χειμώνας. Εξαιρετικά δύσκολος για μένα. Μπορεί η φύση της δουλειάς μου να απαιτεί κάθε μέρα από εμένα να γελάω να δείχνω πως όλα στη ζωή φαίνεται να είναι αβίαστα έως και εύκολα, ατάραχα θα έλεγα, αλλά δυστυχώς όμως αυτή είναι μόνο η επαγγελματική μου υποχρέωση, όχι όμως και η ζωή μου.
Έγιναν γεγονότα πολλά, άλλα μικρά, άλλα μεγαλύτερα, όλα όμως με κοινό παρανομαστή έναν βαθμό σοβαρότητας, αρκετό ώστε να με κάνει να νιώθω πως τρώω το ένα χαστούκι μετά το άλλο, σε σημείο τέτοιο που κάποια στιγμή εκεί στα τέλη Μαρτίου ένιωθα τα γόνατα μου να λυγίζουν, την υπομονή μου να εξαντλείται, την ψυχή μου να μην αντέχει άλλο, και την ανάγκη μου να γίνει κάτι φωτεινό, πιο βαθιά από ποτέ. Πήρα στεναχώρια, έζησα και πάλι την αδικία, φοβήθηκα ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους, προδόθηκα από αυτούς, πισωμαχαιρώθηκα, άκουσα πάλι λόγια για μένα από ανθρώπους που δεν ξέρουν και δεν ΜΕ ξέρουν, με λήστεψαν, έχασα αγαπημένα πρόσωπα, αναθεώρησα αποφάσεις, αναγνώρισα λάθη, αυτομαστιγώθηκα, στερήθηκα αξίες της ζωής που θεωρούσα δεδομένες, καθηλώθηκα, δεν είχα τρόπους διαφυγής. Κλείστηκα στον εαυτό μου, εξαφανίστηκα από τους φίλους μου, από τους ανθρώπους μου, δεν βγήκα καθόλου, δεν διασκέδασα πουθενά, δεν ανταποκρίθηκα σε κανένα κάλεσμα, έκλαψα πολύ, δεν μίλησα…
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ένιωθα άνετα να έχω κοντά μου και που γνώριζαν πως δεν είμαι καλά. Ήξεραν μόνο αυτό που μπορούσα να αναγνωρίσω και εγώ για μένα την ίδια. Το ότι ήμουν απόλυτα μουδιασμένη σε σκέψη και συναίσθημα, ανίκανη να αντιδράσω στο οτιδήποτε. Σαν να βρίσκομαι σε έναν κομβικό σημείο του παιχνιδιού που λέγεται «ζωή», γνωρίζοντας ότι η επόμενη κίνηση που θα κάνω μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Σκέφτηκα να παρατήσω τη δουλειά μου. Μόνο ένας άνθρωπος γνώριζε τι νιώθω γι αυτό, γιατί ήταν εκείνος που πριν από λίγους μήνες, όταν του χτυπούσα την πόρτα του γραφείου του και κλαίγοντας του έλεγα πως θέλω να τα παρατήσω όλα και να φύγω μακρυά, ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσε να με καθησυχάσει αλλά ήξερα πως θα με αποτρέψει κιόλας από αυτή την τρέλα, γιατί απλά πίστευε σε μένα. Όχι ότι εγώ δεν πίστευα στον εαυτό μου. Αγαπώ τη δουλειά μου, αλλά μερικές φορές δεν ξέρω αν αξίζει ή αν αντέχω να πληγώνομαι τόσο και μάλιστα αθροιστικά, από το βιασμό που γίνεται στην ψυχή μου κάθε φορά που ο κάθε ένας εκφράζεται για μένα, για εκείνα που δουλεύω, για εκείνα που ζω, για εκείνα που κάνω, όπως όμως όλα αυτά παίρνουν σάρκα και οστά στο δικό του μυαλό και όχι στη δική μου πραγματικότητα, την οποία πιστέψτε με δεν γνωρίζει καθόλου.
Έχασα την ελπίδα μου στην αγάπη και τον έρωτα. Απογοητεύτηκα τόσο. Φοβήθηκα πως θα μείνω για πάντα μόνη. Ανίκανη να βρω έναν δια βίου σύντροφο με τον οποίο θα μιλάμε την ίδια γλώσσα θα έχουμε τους ίδιους στόχους και τις ίδιες ανάγκες. Έφτασα σε σημείο να ζηλεύω όμορφες σχέσεις, ερωτευμένα ζευγάρια και να νιώθω καταραμένη από την ίδια την κακιά μάγισσα του παραμυθιού στο θέμα της αγάπης. Βαρέθηκα να ακούω τα σενάρια περί τιμήματος που πληρώνουν οι δυναμικές και ανεξάρτητες γυναίκες, που φοβίζουν τους άνδρες και καταλήγουν μόνες.
Πληγώθηκα από συνεργάτες. Εκεί, μέσα σε όλο το δράμα, γελούσα κιόλας γιατί είδα αστείες καταστάσεις. Είδα ποιοι είναι φίλοι, ποιοι φίδια, ποιοι περίμεναν πάντα το δικό μου παραπάτημα για να πατήσουν πάνω μου και να ψηλώσουν, ποιοι με ξέρουν, ποιοι δεν με ξέρουν. Αδικήθηκα και όταν κάποιος αδικείται δημόσια, είναι πάντα πιο σκληρό.
Ήρθα αντιμέτωπη με καταστάσεις που απλά δεν μπορούσα να αλλάξω. Δυσάρεστες καταστάσεις από εκείνες που φέρνουν τα πάνω κάτω στη ζωή σου, σε φτάνουν στο σημείο μηδέν, και εσύ το μόνο που πρέπει και μπορείς να κάνεις είναι να το αποδεχτείς όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να συνεχίσεις. Και κάπως έτσι, ένα πρωί, σηκώθηκα και είπα «φτάνει». Ήθελα να με ξαναβρώ. Ήθελα να με ξανασυναντήσω και να με ξαναχαρίσω σε εμένα και σε όσους αγαπώ. Αυτό περίμεναν και εκείνοι που με άφηναν να κάνω τον κύκλο μου και τις ζυμώσεις μου, ώστε να μπορέσω και πάλι να γίνω όπως παλιά. Δεν με πίεσα. Απλά ήρθε η ώρα. Σκέφτηκα, αποδέχτηκα, πήρα μαθήματα, συγχώρεσα, έκανα πέρα όσους έπρεπε, έφερα πιο κοντά εκείνους που άξιζε και ένα όμορφο πρωί, απλά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα «Καλημέρα»… Σαν να ξύπνησα από κώμα… Βαθύ και στοιχειωμένο, που όμως για κάποιο λόγο χρειαζόμουν…».